- καυνακοπλόκος
- καυνᾰκο-πλόκος, ὁ,A weaver of καυνάκαι, PMasp.283ii17 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυνακοπλόκος — καυνακοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
καυνακοποιός — καυνακοποιός, ὁ (Α) καυνακοπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυνάκη + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek